- χυλίζω
- μετ.1) превращать в кашеобразную или пюреоб.разную массу; 2) выжимать сок (из чего-л.)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
χυλίζω — ΜΑ [χυλός] 1. εκχυλίζω («χυλίζεται δὲ τὰ φύλλα καὶ ἡ ῥίζα καὶ ὁ καυλός... καὶ ξηραίνεται ἐν σκιᾷ», Διοσκ.) 2. μετατρέπω σε χυλό (α. «ὀπὸν χυλισθέντα», Γεωπ. β. «κόπρον κεχυλισμένην», Γεωπ.) … Dictionary of Greek
χυλιζόμενον — χυλίζω extract the juice pres part mp masc acc sg χυλίζω extract the juice pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυλισθέντα — χυλίζω extract the juice aor part pass neut nom/voc/acc pl χυλίζω extract the juice aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυλίζουσι — χυλίζω extract the juice pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) χυλίζω extract the juice pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χύλιζε — χυλίζω extract the juice pres imperat act 2nd sg χυλίζω extract the juice imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχυλισμένην — χυλίζω extract the juice perf part mp fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχυλισμένου — χυλίζω extract the juice perf part mp masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχυλισμένῃ — χυλίζω extract the juice perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυλιζομένη — χυλίζω extract the juice pres part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυλιζόμενα — χυλίζω extract the juice pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χυλιζόμεναι — χυλίζω extract the juice pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)